αντεπανάσταση

αντεπανάσταση
η
η επανάσταση για εξουδετέρωση άλλης επανάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)-* + επανάσταση. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντεπανάσταση — η επανάσταση που στρέφεται εναντίον άλλης: Σε πολλές χώρες την επανάσταση ακολούθησε αντεπανάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Νεότουρκοι — Εθνικό, μεταρρυθμιστικό κίνημα των Οθωμανών, το οποίο φιλοδοξούσε να μετεμφυτεύσει στην Τουρκία τα ευρωπαϊκά πολιτικά και κοινωνικά συστήματα. Η κίνηση ξεκίνησε από την εποχή των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών του σουλτάνου Σελίμ Γ’ (1789 1807),… …   Dictionary of Greek

  • αντεπαναστάτης — ο (θηλ. τρια) 1. αυτός που συμμετέχει σε αντεπάνασταση 2. αυτός που αντιτίθεται ή αντιδρά σε επαναστατικές ιδέες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + επαναστάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σπυρίδωνα Μαλάκη] …   Dictionary of Greek

  • αντεπαναστατικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με αντεπάνασταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντεπαναστάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Επαμεινώνδα Δεληγεώργη] …   Dictionary of Greek

  • αντεπαναστατώ — ( έω) κάνω αντεπάνασταση …   Dictionary of Greek

  • μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά …   Dictionary of Greek

  • Ισμαήλ — I (4ος αι. μ.Χ.).Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Ι. έζησε στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη. Σε ένα ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη, όπου τον συντρόφευαν οι Πέρσες Μανουήλ και Σαβέλ, αποδοκίμασε τον αυτοκράτορα γιατί θυσίαζε στα… …   Dictionary of Greek

  • Οικονόμου, Αντώνιος — (; – 1821). Υδραίος πλοίαρχος και πρωτεργάτης της Επανάστασης στο νησί του. Λίγο πριν από την έναρξη της Επανάστασης, το μικρό ιστιοφόρο του ναυάγησε έξω από το Γιβραλτάρ και αναγκάστηκε να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να βρει πιστωτές και να… …   Dictionary of Greek

  • Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”